- συγκατηρεφής
- -ές, Αο από παντού καλυμμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κατηρεφής «σκεπασμένος, καλυμμένος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγκατηρεφές — συγκατηρεφής quite covered masc/fem voc sg συγκατηρεφής quite covered neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερέφω — ἐρέφω και ἐρέπτω (Α) 1. στεγάζω, καλύπτω με στέγη, σκεπάζω («ξύλοις ἤρεψεν τὴν οἰκίαν», Δημοσθ.) 2. επιστέφω, στεφανώνω, καλύπτω με στεφάνι 3. διακοσμώ, στολίζω κάτι σαν με στεφάνι ή με άνθη («κρανίοις... ναόν... ἐρέφοντα», Πίνδ.) 4. καλύπτω,… … Dictionary of Greek